- εκγοητεύω
- ἐκγοητεύω (Α)ασκώ πλήρη γοητεία, μαγεύω τελείως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκγοητεύσας — ἐκγοητεύσᾱς , ἐκγοητεύω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)